- εξατμιστήρ
- (-ήρος) ο тех испаритель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξατμιστήρας — ο 1. το όργανο με το οποίο γίνεται η αποβολή ατμού ή άλλων αερίων («εξατμιστήρας ατμομηχανής») 2. συσκευή ψυκτικής εγκαταστάσεως από την οποία το ψυκτικό υγρό εξατμίζεται και προκαλεί ψύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξατμίζω. Η λ. εξατμιστήρ μαρτυρείται… … Dictionary of Greek